νεοκαταστάτοις

νεοκαταστάτοις
νεοκατάστατος
newly settled
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοκατάστατος — νεοκατάστατος, ον (Α) 1. αυτός που εγκαταστάθηκε πρόσφατα κάπου («διὰ παντὸς ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.) 2. αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθίσταμαι] …   Dictionary of Greek

  • παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”